tenure$82348$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tenure$82348$ - translation to ελληνικό

INDEFINITE ACADEMIC APPOINTMENT
Tenure-track; Tenure track; Tenured; Tenure (education); Confirmation (education); Promotion and tenure; Tenure (academic); Tenure; Tenured position; Arguments against academic tenure; Tenured professor; Received tenure

tenure      
n. κατοχή, χρόνος κατοχής
office bearer         
CURRENT HOLDER OF A POLITICAL OFFICE
Incumbents; Incumbency; Open seat; Political office; Reelection; Incubent; Incumbent advantage; Imcubent advantage; Incubent advantage; Incumbency advantage; Incumbency Advantage; Incumbant; Office bearer; Open seat (elective office); Incumbency advantage (politics); Incumbent (politics); Re-election; Political tenure; Political office-holder; Presidential reelection; Incumbent politician; Open contest
αξιωματικός

Ορισμός

tenure track
¦ noun chiefly N. Amer. an employment structure whereby the holder of a post is guaranteed consideration for eventual tenure.

Βικιπαίδεια

Academic tenure

Tenure is a category of academic appointment existing in some countries. A tenured post is an indefinite academic appointment that can be terminated only for cause or under extraordinary circumstances, such as financial exigency or program discontinuation. Tenure is a means of defending the principle of academic freedom, which holds that it is beneficial for society in the long run if scholars are free to hold and examine a variety of views.